σιωνιστής

σιωνιστής
ο
θηλ. σιωνίστρια οπαδός του σιωνισμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιωνιστής — ο, θηλ. σιωνίστρια, Ν ο οπαδός τού σιωνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sioniste (βλ. και λ. σιωνισμός)] …   Dictionary of Greek

  • Βάρμπουργκ, Ότο — (Otto Warburg, Αμβούργο 1859 – Ιερουσαλήμ 1938). Γερμανός βοτανολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Από το 1885 έως το 1889 ταξίδεψε στην ανατολική και νότια Ασία και το 1892 προσκλήθηκε να διδάξει τροπική γεωργία στο σεμινάριο του Βερολίνου. Υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ζάνγκβιλ, Ίσραελ — (Israel Zangwill, 1864 – 1926). Άγγλος συγγραφέας και σιωνιστής ηγέτης, εβραϊκής καταγωγής. Ασχολήθηκε από νωρίς με τη δημοσιογραφία και έγινε διευθυντής της επιθεώρησης Αριέλ, από τις στήλες της οποίας καταπολέμησε με πάθος τους εχθρούς του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”